-
1 гимнастика
I гимнастика ж η γυμναστική· спортивная \гимнастика η ενόργανη γυμναστική· художественная \гимнастика η καλλιτεχνική (или ρυθμική) γυμναστική· лечебная \гимнастика η θεραπευτική γυμναστική II гимнастика ж η γυμνάστρια* * *жη γυμναστικήспорти́вная гимна́стика — η ενόργανη γυμναστική
худо́жественная гимна́стика — η καλλιτεχνική ( или ρυθμική) γυμναστική
лече́бная гимна́стика — η θεραπευτική γυμναστική
См. также в других словарях:
γυμναστής — ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α γυμναστής, ο) [γυμνάζω] 1. αυτός που διδάσκει γυμναστική 2. αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Μπορζόφ, Βαλερί — (1949 ). Ολυμπιονίκης. Ο Βαλερί Μπορζόφ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1949 στο Σαμπίρ, μια μικρή πόλη της Ουκρανίας, η οποία ανήκε τότε στη Σοβιετική Ένωση. Σε ηλικία 20 ετών θεωρούνταν ήδη ο κορυφαίος σπρίντερ στη χώρα του και ένας από τους… … Dictionary of Greek